Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκτῷ — δεκτός to be received masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοδεκτώ — ξενοδεκτῶ, έω (Μ) δέχομαι τους ξένους, περιποιούμαι, φιλοξενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δεκτῶ (< δεκτος < δέχομαι)] … Dictionary of Greek